Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Το τραγούδι του Ποιητή

Πρώτη φορά σ' ενός νησιού τα χώματα
Δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
Βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
Τα ζόρικα που λεν αμέσως τα 'νιωσα.
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
Δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
Και πεντακόσιους τριες κατά συνέχεια
Μετά - για την ψευτιά και την ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
Και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφτηκα
Που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το 'φερε η περίσταση
Κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση
Αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
Πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα.
Πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
Και δεύτερον γιατ' ήμουν είδος Άμοιαστο.
Εφ' ώ, και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
Πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

Οδυσσέας Ελύτης

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Πεθύμησα

Σε πεθύμησα αγαπημένη

από τη γη την πικραμένη
γλυκό βλαστό να βγάζεις

κι όλα τα άστρα τ' ουρανού
χάμω να κατεβάζεις.

Για να θωρρώ κι εγώ ο θνητός
πως είναι εκεί πάνω.

Μα είναι δύσκολο να ανεβώ.
Μα πέφτω εδώ χάμω.

Δώσε μου μιαν ανάσα
κι εγώ θα υπερβώ
τα πάθη και τα λάθη.

Μιαν ανάσα αγαπημένη μου
γιατί πεθύμησα να ζω.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Η Παρτίδα

Να, τώρα χάνομαι
κι είμαι μόνος.

Σε καρτερώ χωρίς αντίκρυσμα.
Μόνο να σ'αντικρύσω
και να σου δώσω ένα φιλί.

Σε ζητώ, θυμάμαι
τα σύννεφα μου φέρνουνε βροχή
κι εγώ είμαι από ζάχαρη.

Να, τώρα λιώνω
κι είμαι μακρυά.

Απλά είμαστε χώρια
έτσι μυρίζω τον αέρα μου.

Κλωστές, βελόνες
κι ύφασμα.
Αυτά έχω τώρα και δυο χέρια.
Πάλι να με μπαλώσω;
Πάλι να με μαλώσω;
Με τί καρδιά;

Σε κοιτώ να χάνεσαι
κι είμαι κι εγώ χαμένος.

Ίσως βρεθούμε μαζί ξανά
στη παρτίδα για τους χαμλενους.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Μικρούλα μου

Ψάχνω να βρω το ποίημα
που σου ταιριάζει
κι έρχεται η έμπνευση ωμή
σα το χαλάζι.

Σκούφος με Μαύρα Μάτια

Έφτασα σε κορυφές και έπεσα
και ανέβηκα
μα δεν κατέβηκα ποτέ.
Είναι στοίχημα, τελικά, ν' ανεβαίνεις.

Κουράστηκα; Όχι, απλά υπάρχω
κι εσύ που είσαι δίπλα μου,
χόρτασες;
Όχι, ποτέ δεν πεινούσες μα εγώ σε τάιζα.

Τώρα πού είσαι; Χάθηκες
ή απλά υπάρχεις;
Μυρίζω πλέον
κι η γλάστρα με το βασιλικό σε περιμένει.

Όταν κουνήσεις τα φύλλα σου
μίλα στον άνεμο,
μίλα μου
θα στερηθώ αλλά ό,τι ζω θα το αγγίξεις.

Τα βίωσα, κλάμα, πόνο, οίκτο
περιμένωντας να ζεσταθώ.
Μη φύγεις,
κρυώνω για τη ζέστη που θα κρυώσει.

Μη φύγεις
φεύγω εγώ.
Τα μαύρα μάτια πάντα με φοβίζουν.

Εφιάλτες

Εφιάλτες με ανασταίνουν
από μια νεκρική σιγή.
Τα όνειρα γίνονται στενά και αδιέξοδα δρομάκια.

Λείπεις και λύπες
φυτρώνουν στις σχισμές.
Οι τοίχοι πέφτουν και κλείνουν το τοπίο.

Έλα και φύγε
έτσι για να ξαναρθείς.
Ο κύκλος μας ενώνει όλους σε μια επανάληψη.

Ζήσε χωρίς βουλή
γίνε μυστήριο.
Το χάος σε έχει επιλέξει με τρόπο μαγικό.

Σου λέω είναι τύχη, τελικά.
Σου λέω είναι επιλογή.
Σου λέω είναι απόφαση.

Μου λες : "...γιατί βλέπω εφιάλτες;"

Κρίμα τώρα κάποιος άλλος ,
που δεν έχεις επιλέξει
αποφασίζει την τύχη σου.

Μη λυπάσαι απλά φύγε,
για να σε χάσει μέσα στο μέλλον σου.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Μπορείς;

Φόρεσε μια καληνύχτα
κι έλα άκου τι ζητάω.

Βγάλε μια καλημέρα
και κατάκτησε τον κόσμο.

Πάρε πλάι σου έν' άστρο
και γεννήσου στη σπηλιά σου.

Μόνο μη φοβηθείς τ' αγρίμια.
Μόνο τη νύχτα μη φοβάσαι.
Μόνο μη φοβηθείς τη γύμνια.
Μόνο τη φύση μη φοβάσαι.

Άφησε κάτω τις λέξεις
και παίξε με τα πράγματα.

Πέσε στον έρωτα, μπορείς
και μάθε για τη ζωή σου.

Σήκω στα πόδια σου, τρέξε
και φώναξε την αγάπη.

...τότε θα 'ταν όμορφα.

Άσπρο-Μαύρο

Κάποιες όψεις μ' εγκλωβίζουν,
άλλες έρχονται κι ασπρίζουν
τις θολές μου μνήμες
κι οι μαύρες αφήνουν στίγματα.

Κάποιες λέξεις μ' εγκλωβίζουν,
άλλες έρχονται κι ασπρίζουν
τις θολές μου μνήμες
κι οι σκοτεινές αφήνουν στίγματα.

Κάποιοι ήχοι μ' εγκλωβίζουν,
άλλοι έρχονται κι ασπρίζουν
τις θολές μου μνήμες
κι οι φοβεροί αφήνουν στίγματα.

Είναι φορές που αυτά τα μαύρα στίγματα γίνονται ο χάρτης μου.
Άλλες φορές τα μαύρα στίγματα φέγγουν σα φάροι μες το ταξίδι μου.

Ζήτω!

Οι όψεις, οι λέξεις και οι ήχοι κυρίεψαν την σκέψη μου.

Ζήτω!

...δεν μπορώ να ζήσω ούτε μια πολύχρωμη μέρα.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Διψασμένη μου Σταγόνα

Σε κάθε σταγόνα μου,
διψώ.
Σε κάθε όνειρό μου,
ξυπνώ.

Και σ' όλα αυτά τα κάθε μου,
στα μάτια σε κοιτώ'
κι αναρωτιέμαι:
"Πού είσαι;"

Είσαι, είμαι
και δεν είμαστε αυτό που θέλουμε.
Γιατί όλα μοιάζουν,
σαν την σταγόνα που ξεχείλησε το όνειρό μας.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Πάθαμε λάστιχο

Σερβιτόρε φέρε μια μπύρα.
Αν θες πιες κι εσύ μία κι άκου.
Έκατσε η φάση και πηδηχτήκαμε.
Αλλά δεν μ' έκανε να χαθώ, απλά ξεκαύλωσα.
Οπότε της λέω:

"Πάθαμε λάστιχο"

Μα πουθενά ρεζέρβα.
Κάηκε και το φαγητό στο φούρνο.
Άντε να παραγγήλεις πίτσα.
Φαγώθηκες να με ξαναδείς,
μα σπουδάζω αλλού τη ζωή
και μη συγκρίνεις τις σχολές μας,
γιατί είναι ίδιες απλά έχουμε άλλα μαθήματα.

"Πάθαμε λάστιχο"

Παίρνω μια ρόδα και τσουλώ.
Πάρε μια ρόδα κι άσε με.
Η τρίτη στον περαστικό
και η κλαταρισμένη να μη σε νοιάζει,
απλά έσκασε απ' το κακό της.

Το ιστιοφόρο και τα 4 είδη

Υπάρχουν τεσσάρων ειδών άνθρωποι.
Φανταστείτε ένα ιστιοφόρο να πλέει σε έναν ωκεανό και το πλήρωμά του να 'ναι μια γενιά ανθρώπων.

1.Υπάρχει ένα φινιστρίνι που βλέπει στο βυθό της θάλασσαςκαι έχει τέλεια θέα. Σιγά-σιγά, μεγάλο μέρος του πληρώματος πάει για να δει' μα από τα πολλά χνώτα το φινιστρίνι θολώνει, όμως οι άθρωποι αυτοί συνεχίζουν να κοιτάν ένα θολωμένο φινιστρίνι.

2.Ένα άλλο πιο μικρό μέρος του πληρώματος είναι σκαρφαλωμένο στα κατάρτια και αγναντεύει στον απέραντο ορίζοντα βγάζοντας την ρότα του ιστιοφόρου, παρά το γεγονός οτι δεν υπάρχει σημείο σταθερό για την ρότα μόνο μια θάλασσα καταγάλανη και ένας ουρανός ηλιόλουστος.

3.Κάποιοι άλλοι ξεφεύγουν είτε από το θολωμένο φινιστρίνι είτε από τα κατάρτια και πέφτουν στον ωκεανό, δεν ξέρουμε τι έγιναν.

4.Τέλος, υπάρχει ένα άλλο μέρος του πληρώματος το πιο μεγάλο που δένει τα σκοινιά, κρατάει τα πανιά παίρνει εντολές και οδηγάει στη ρότα.

Διάλεξε(αν θες) λοιπόν με ποιούς θες να είσαι.
Εγώ πάντως είμαι σε μια γωνιά στο κατάστρωμα και πίνω μπύρες, βάζω τα γραπτά μου στα μπουκάλια και τα ρίχνω στη θάλασσα.
Ελπίζοντας στους αναγνώστες ενός ισιοφόρου μιας άλλης γενιάς ανθρώπων.

Μάνα κι όμως γεννηθήκαμε

Τι να πω και εγώ
Τι να πω και εγώ
στη μάνα μου
που προσπαθεί να με ταΐσει ακόμη
που δε μπορεί να μου πει μία συγνώμη
γιατί ποτέ δεν ήταν αυτή που έφταιξε
γιατί ποτέ σου δεν ρωτάς όταν γλυστράς, αν έβρεξε.

Θέλω να δει κι αυτή
Θέλω να δει κι αυτή
εμένα μόνο μου
που καρτερώ συνέχεια το νεαρό του πόνου μου
που βρίσκομαι παντού μα και στον κόσμο μου
γιατί πάντοτε προσπαθώ ένα ευχαριστώ να πω;
γιατί πάντοτε κι εδώ παρηγοριά ζητώ;

Λένε πως εκπαιδεύεσαι
Λένε πως εκπαιδεύεσαι
φτωχά σαν ζεις
που χίλιες σκέψεις λύνεις το βράδυ για να κοιμηθείς
που λες πως μόνος σου σε ποιο σανίδι θα σταθείς;
γιατί κάθε χαρά την έζησα με πολύ πόνο;
γιατί η μοναξιά αγάπησε εμένα μόνο;

Και γέννησε λένε η μάνα το παιδί
και το φερε στον κόσμο για να λυτρωθεί.
Έτσι γεννήθηκα κι εγώ
συνέχεια να μονολογώ:
"μας γέννησε η ζωή, την μάνα μου κι εμέ παιδί"

Μικρέ μου

Μικρέ μου άνθρωπε
σταμάτα να ουρλιάζεις.
Μικρέ μου άνθρωπε
τον κόσμο μου τρομάζεις.
Κι αν ήρθες κάτι να μου πεις
δεν είναι η ώρα,
είναι η ώρα της σιωπής
πριν έρθ' η μπόρα.

Στο σώμα υπάρχει μόνο σκοτάδι και σιωπή...

...έτσι έλεγε ένας τρελός
ένας χαμένος άνθρωπος
χαμένος για τους άλλους
αυτούς που δεν κουράστηκαν
να διώχνουν αντιπάλλους
και μένουν πάντοτε κενοί
στους τάφους τους μεγάλους
αυτούς που πλούτοι γέμισαν
για να μην νίωθουν μόνοι
σ' ένα ταξίδι άπειρο
χειμώνας χωρίς χιόνι
και όλα τα συνδύασαν
από νωρίς με κάτι
ποτέ δεν αναζήτησαν
αν έχουν κάνει λάθη
μόνο συγχώρεση ζητούν
την ώρα που πεθαίνουν
για να 'χουνε κι άλλη ζωή
αυτή που αναμένουν.
Η αναμονή μας κέρδισε
τουλάχιστον για τώρα
όλα λέν' τα 'χουνε πει
τα υλικά, τα δώρα.
Μα κάτι δεν κατάλαβα
κάτι πάλι δεν είδα
λάθος λένε πως έκανα
αλήθεια πως δεν βρήκα.
Και τί θα πει σωστό εδώ
και τί λάθος εκείθε
ποιός μου 'μαθε πως να κοιτώ
στο σπίτι μου δεν ήρθε.
Από μακρυά με μελετά
ξέρει λένε τι κάνω
τη άρνησή μου δεν κοιτά
κοιτά μόνο 'τι πιάνω.

Αναζήτηση

Οδηγώ την άυρα μου
σε μονοπάτια γνώριμα
μα και συνάμα ξένα.

Αφήνω την ανάμνηση
για τ' άλλα χρόνια
κι όλα τα περασμένα.

Ζητώ μίαν απόγνωση
νά 'ρθει να με κινήσει
στην όχθη την επόμενη.

Τώρα δε μ' έπιασε σκουριά
ακόμη ανασαίνω,
Τώρα δεν έχω σιγουριά
δεν ξέρω που πηγαίνω.

...απλά
σκέφτομαι, ζητώ
θυμάμαι και μαθαίνω...

Η μοίρα μου με καρτερά
σε μένα πια ελπίζει
ποτάμι δε με σταματά
δεν έχω μετερίζι.

Φαντάζομαι την άνοιξη
στα πόδια, στα μαλλιά μου
να κάθεται ολόξανθη
άγγελος στ' ονειρά μου.

Το χθες δεν έρχεται μπροστά
τα μάτια μου δεν βλέπουν
μόνο μια αίσθηση μετρά
αυτή που σου την κλέβουν.

Μα εγώ την φύλαξα καλά
από νωρίς την είδα
κατάλαβα πως μ' οδηγά
στην μόνη μου ελπίδα...
...την αναζήτηση...

Συνοθύλευμα

Θόλωσαν της μοίρας τα μαντέματα
κουράστηκα ν’ ακούω τόσα ψέματα.

Στον κόσμο γκρίζες
φαίνονται οι ρίζες
θάνατος.

Έκλεισα του δέρματος τους πόρους
γυρίζω μ’ άρχοντες κι εφόρους.

Είδα τα μύρια
της γης μαρτύρια
έκλαψα.

Πάλεψα μόνος έξω απ’ τα συνδικάτα
στο πλήθος έφερα κακά μαντάτα.

Η αγάπη σβήνει
το φως μ’ αφήνει
χάνεται.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

πάντως τα όνειρα κρυώνουν
κι έχουν πεινάσει
οι αγάπες μας απελευθερώνουν
κι ας τις έχουμε κουράσει

ό,τι αγαπώ με αποφεύγει
κι εγώ τρέχω να κρυφτώ απ' τη φωνή μου
κι όλα μοιάζουν μ' ένα:
"Αγάπη μου, είμαι εδω"

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Αέρας και σκόνη

Θα 'θελα να 'μαι η σκόνη στο δωμάτιό σου,
ετσί απλά αρκεί να 'μαι κοντά σου.

Η σκόνη αυτή που σε παρατηρεί,
να ντύνεσαι και να κινείσαι.

Η σκόνη αυτή που αμίλιτη σ' αναζητεί,
την νύχτα σαν κοιμάσαι.

Αυτή η σκόνη που ίσως συνήθισες
δίπλα σου να υπάρχει.

Η σκόνη που είναι η παρέα σου
κι ας είναι πάντοτε μονάχη.

Θα 'θελα να μαι η σκόνη στο δωμάτιό σου
για να βλέπω τον ήλιο όταν ξυπνάς
να λούζει το πρόσωπό σου.

Η σκόνη που σε καθησυχάζει στο φρικτό,
όταν ξυπνάς απότομα από εφιάλτη παιδικό.

Η σκόνη που, εν αγνοία σου,
συμφωνία έκλεισε με τον αέρα
για να 'ναι πάντοτε κοντά σου.

Θα 'θελα να 'μαι ο αέρας
που αγκαλιάζει το κορμί σου.

Ο αέρας που κυλά στις φλέβες σου
και κρατάει ζωντανά τα κύτταρά σου.

Ο αέρας που φιλάει το λαιμό σου
κι ότι ακουμπάει το άρωμά σου.

Εκείνος ο αέρας που σε ποθεί,
που ψάχνει ν' ολοκληρωθεί.

Ο αέρας που μες τα μάτια σε κοιτά,
που κάθε φόβο σου σκορπά.

Θα 'θελα να 'μαι η σκόνη κι ο αέρας σου,
να σε κοιτώ και να σ' αγγίζω
χωρίς να υπάρχω.
Να σ' αγαπώ και να νομίζω,
πως όλα τα 'χω,
κι όλα αυτά είναι δικά σου.

Αρκεί να είσαι, εσύ,
όλη η γη και η ατμόσφαιρά μου.

Πρώτη Είδηση: "Απεργούν τα όνειρά μας"

Κι όμως τα όνειρα
κατέβηκαν σε απεργία,
γιατί ενώ εδώ κι αιώνες τ' απολύσαμε,
αποζημίωση δεν τους έχουμ' άκομη καταβάλλει.

Κι όμως τα όνειρα
κατέβηκαν σε απεργία,
γιατί ενώ για αυτά δεν πολεμήσαμε,
τα επιστρατεύουμε έχοντας οπλισμένη την σκανδάλη.

Κι εκεί που βλέπεις κάθε λογής όνειρο στους δρόμους
κι όλα μαζί αγωνίζονται για να γκρεμίσουνε τους φόβους.

Κι ενώ τα όνειρά μας παλεύουνε για ελευθερία,
όλες μας οι ανάγκες με την βία,
πείθουνε πάλι τους ανθρώπους,
πως είναι παράνομη η απεργία.

Έτσι μοιάζει πλέον σίγουρη η εξαφάνιση,
σε μια ανθρωπότητα με αϋπνία.

Ο χορευτής με το ένα πόδι

Είδα ένα χορευτή μ' ένα πόδι
που χόρευε θεσπέσια,
γλυκά και μ' αρμονία.

Έκανε άλματα και πιρουέτες
ύψων' ανάστημα, πετούσε πέτρες.

Με το ένα πόδι ο χορευτής
πριν δείξεις οίκτο,
σ' έκανε αναπάντεχα να δεις πως ίσως είσαι ασταθής.

Έδινε παραστάσεις με ένα πόδι
και σήκωνε στα χέρια του
ανθρώπους και ψυχές,με ένα πόδι.

Είχε και καμαρίνι ο χορευτής,
για να αλλάζει και να βάφεται
κι αυτόγραφα στους θαυμαστές να δίνει.

Μα, πάντα κάποιος ρώταγε σαν έφτανε κοντά του:
"Πως γίνονται με ένα πόδι αυτά που κάνεις;"

Κι αυτός απάνταγε μ' άλλη ερώτηση:
"Αλήθεια, εσύ πως βρίσκεις τρόπο ν' ανασάνεις;"


Έτσι, περνούσε ο χορευτής με το ένα πόδι.
Αυτός, λοιπόν, ο χορευτής είχε και άλλα ελλατώματα,
είχε μόνο μια καρδιά,
μόνο μια συνείδηση,
μόνο ένα μυαλό,
μόνο μια ψυχή
και μια αγάπη μόνο
που ότι περίσσευε,
δεν το πετούσε
κι ότι κι αν έλλειπε,
το γνώριζε και το πληρούσε.

Αλλάζει ο Κόσμος

Νοιώθω αληθινά την τύχη
που είμαι τώρα εδώ
και βλέπω αυτόν τον κόσμο που αλλάζει.

Κι όμως ενώ παρατηρώ την αλλαγή
νοιώθω ότι υπάρχω μέσα της.

Νοιώθω ασφαλής που αλλάζει ο κόσμος
γιατί μονάχα αυτή η αλλαγή είναι σίγουρη.

Κι αν πάλι εσύ αναρωτιέσαι:
"μα ποιά αλλαγή είναι καλή;"

Τότε μέσα στον κόσμο μπες,
πάψε για λίγο να παρατηρείς.

Κλείσε τα μάτια σου και δες.

Αν τότε δεν ξέρεις ούτε εσένα,
δεν φταίει ο κόσμος που σε άλλαξε,
ούτε η ίδια η αλλαγή σου,
ούτε κι εσύ ο ίδιος φταις.

Γιατί ο κόσμος, εσύ κι αλλαγή
είναι αρκετά για να 'χεις στη ζωή
πάντα μια τελευταία επιλογή,

ν' αλλάξεις.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Το Τάμα

Αχνίζει το φαΐ
τα χέρια πιάνουν,
η σκέψη 'ναι γνωστή
μύρια φορά την κάνουν.

Βάλτος είναι βαθύς
που μέσα του γεννιέσαι
και έξω έρχεσαι ευθύς
μόνο σαν αγαπιέσαι.

Λίγο κρατάν τα υπόλοιπα
μ' αυτό είναι για πάντα,
από τα χαμιλόσπιτα
ως την ψηλή βεράντα.

Κάνω μονάχα μια ευχή
ίσως να 'ναι και τάμα,
στ' όνειρο να δω ζωή
και στη ζωή το θάμα.

Το σπίτι μου

Το σπίτι είναι μικρό
και σκοτεινό,
μα φαίνεται από κει όλο το χωριό.

Η αυλή του απεριποίητη
και αγριολουλουδιασμένη,
μα πάνω της γλεντούν παιδιά.

Η κλιματαριά του γέρνει
και είναι παλιά,
μα έχει όμορφα σταφύλια κι αμπελόφυλλα.

Μπορεί να ζω μακρυά απ' το σπίτι μου,
μα όλο μου το σπίτι θυμάται πως μυρίζω.
Κι ότι κι αν πω κι όπου κι αν πάω,
πως πάντα εκεί ξανά θα τριγυρίζω.

Ζω μαζί σου

Αναζητώ μια βροχή
να μάθω στα χείλη μου
να γεύονται τον ουρανό.

Ψάχνω μια ανάμνηση
να μάθω στο μυαλό μου
πως φαίνεται το παρελθόν.

Ζητώ μια κραυγή
να μάθω στα αυτιά μου
πως ακούγεται η ελπίδα.

Βλέπω μια έγκυο
να μάθω στα μάτια μου
που τελειώνει ο θάνατος.

Πιάνω το χέρι σου
να μάθω στο δικό μου
πόσο ελεύθερο μπορεί να γίνει.

Μυρίζω την σκιά σου
να μάθω στο πνεύμα
πως πρέπει να κρίνει τους ανθρώπους.

Κλείνω τα μάτια μου
να μάθω στο εγώ μου
ποια μπορεί να είναι η αιώνια του κατοικία.

Κι ότι κι αν κάνω ζω,
για ν' αποδείξω στη ζωή
ότι έχει δίκιο που συνεχίζει ακάθεκτη.

Κι όταν πεθάνω,
θέλω να ξέρει ο θάνατος
πως μια ζωή αγαπούσα.

Πες μου

Πες μου τα ψέματα,
γιατί η αγάπη για να ζήσει
βαρέθηκε να την κοιτάς κατάματα.

Πες μου τα παραμύθια,
γιατί τα όνειρα κοντεύουν να εξαφανιστούν
απ' όλη αυτή τη μολυσμένη αλήθεια.

Πες μου κάτι,
γιατί πεθαίνω και θέλω να σ' ακούσω
πριν όλη η υπαρξή μου γίνει στάχτη.

Πες μου ότι όλα αυτά,
τα ψέματα, τα όνειρα και τα παραμύθια
που 'ναι να ζήσουμε μαζί ορίζουν την αγάπη.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Η Φωνή

Ωραία, και τώρα τί;
Μήπως ο άνεμος θα πάψει;
ή το αγιόκλιμα θα σβήσει;

Και τώρα τί;
Μήπως ο φάρος θα ημερέψει;
ή το κουτσό άλογο θα τρέξει;

Και τώρα τί;
Μήπως θα φύγουν τα τζιτζίκια;
ή το τραγούδι τους δεν θα πουν όλα τα φύκια;

Και τώρα τί;

Και να τώρα έρχεται
σε γλώσσα φοβερή απάνω,
με μια απάντηση φριχτή:
"και τώρα ακούστε" λέει η φωνή,
"όποιος αγαπάει φεύγει"

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Ένα χάδι, μια αγκαλιά...

Ένα χάδι, μια αγκαλιά
και μία όαση να τρίζει.
Αυτή η ζωή συνέχεια με τσακίζει,
για δυο χείλη, για δυο φιλιά.

Ο κόσμος είναι χάρτινος, γυρίζει
κι η αλήθεια χάνεται, μαυρίζει.
Το τέλος έρχεται ασπρίζουν τα μαλλιά
κι η μοίρα το ρολόι της κουρδίζει.

Τα φώτα πέφτουν, η ζωή μου σφύζει
από αγάπες πίσω στα παλιά.
Ο κόσμος έπαψε να σε θυμίζει
γιατί η αγάπη μου δεν σε φροντίζει.

Ένα χάδι, μια αγκαλιά
και τ' όνειρο μου που σαπίζει.
Η ψυχή μου έπαψε πια να δακρύζει
για της ζωής μου την αιώνια συννεφιά.

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Προσωπικά, Ατομικά και Τίποτα

Προσωπικά δε νοιάζομαι καθόλου
τις βραχνές σου σκέψεις να κοιτώ:
"Πως κάποιος κόσμος είναι εκεί
και μου αξίζει."

Αντίθετα θυμάμαι τα διδάγματα
που μ' έκαναν διόλου
να φθονώ μια σάρκα που σ' έμενα
σαν ένα κλειδί ταιριάζει.

Πάθη όμως έρχονται και φεύγουν
και πονώ, παρόλου που
αν και μια ζωή διώχνω τα πάθη μακρυά,
μια απαθής ζωή μου έχει μείνει για να ζω.

Κι αν λίγο μακρυγόρησα στο ψέμα
και τώρα πια αλήθεια αναζητώ.
Κατάλαβα πως τα όνειρα που κανα μικρός
αλήθεια τώρα πρέπει να τα πω.

Γενικά δεν τάσσομαι υπέρ
κάποιων αρχών ή κάποιου χώρου,
ώσπου να βρω μια τάξη με Κατά απέναντί μου
ή και με Σίγμα πριν αυτά.

Ατομικά πλέον εφάρμοσα μια μόδα
που ενώ μια σιγουριά ζητεί,
έβαλε στον κανόνα μια ρόδα
και σαν ένα καρούλι τον τσουλεί.

Κι εκεί που κυνηγώ την αταξία
και χρίζω εαυτόν αναρχικό,
στιχάκια μ' ομοιοκαταληξία
ψτιάχνω χωρίς να το σκεφτώ.

Μη περιμένεις από 'μένα τίποτα
δε θα στο δώσω εγώ ποτέ αυτο
αυτό το τίποτα, που στόλισα με μια ζωή
κι ένα χαμόγελο πλατύ.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Η Ποντικοπαγιδα και ο Κίκο

"Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ"

ΕΝΝΟΙΕΣ ΠΟΥ ΒΟΗΘΑΝΕ:

ΣΥΝΟΧΗ---->ΕΞΑΡΤΗΣΗ---->ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ

ΣΥΝΑΦΕΣ ΠΟΙΗΜΑ:

--Ο Κίκο--

Ένα τσίρκο
είναι η ζωή του Κίκο.

Χίλια χρυσά βγάζει
στο πλήθος για να μοιάζει.

Ένα τσίρκο
είναι η ζωή που ανήκω.

Και διαρκώς αλλάζω
στο τσίρκο για να μοιαζω.

Ελέφαντες και ακροβάτες
μασκοφόροι αναβάτες
κρύβονται
πίσω από κοινωνικές οφθαλμαπάτες.

Εξάρτηση και συνοχή
προσωπικό συμφέρον
βήματα πάνω σε σχοινί
που συνεχώς μικραίνουν.




Μυστικά και Παραμύθια

Μυστικά δεν υπάρχουν μέσα μου
πολύ όμως θα 'θελα να έχω
για να τα λεώ στον εαυτό μου
όταν νιώθει μόνος.

Γιατί, ξέρεις νιώθεις λιγότερη μοναξιά
όταν σου λένε μυστικά και παραμύθια.
Ναί τότε, νιώθεις λιγότερη μοναξιά
απ' όταν κάποιος σου λέει την αλήθεια.

Αλήθειες, πάλι, δεν υπάρχουν μέσα μου
πολλές, πολύ όμως θα 'θελα να έχω
ή να τις δημιουργώ στον εαυτό μου
όταν νιώθει ψεύτικος.

Και τώρα θα σας πω ένα μυστικό,
η αλήθεια είναι ότι μου αρέσουν τα παραμύθια όταν είμαι μόνος.

Ροπές

Μια ανεξήγητη ροπή
που αφορμή για τ' άγνωστο, μου μοιάζει.

Ήρθε σιγά και με σιωπή
σαν σ' ένα σπίτι άκοσμο, με βάζει.

Μόνος λοιπόν μα με ζωή
φαΐ που βγήκε άνωστο, μουλιάζει.

Η πρώτη ωσμωτική ντροπή
στο τσίπ μου το αρχέγονο, σαπίζει.

Και τώρα πια χωρίς ωσμή
γυρνώ προς το ανθρώπινο, γκρινιάζει.

Το φως αυτό που φώτισε τη σάρκα μου
με ντρόπιασε και μου 'δειξε δρόμο,
με μια ακριβή επιστροφή
που ο καθείς ξεχωριστά γνωρίζει.
Ο κόσμος που με περιβάλλει
σαν ένα μαύρο σκηνικό αρχίζει
με μια λευκή περιβολή προβάλλει.
Είχα στο παραμύθι μου εγώ,
πάντα καλό κι έναν κακό
κι όταν τελείωνε
πάντα ένα τέλος
αληθινό μα και συνάμα ψεύτικο.
Και σ' άλλο παραμύθι,
κανείς καλός κανείς κακός,
κανείς αληθινός ή κάλπικος,
κανείς θεός ή διάβολος.

Μονάχα εμείς όλοι μαζί, συνένοχη ζούμε ζωή με άνυδρο κι άκομψο τέλος.

Τάσος Λειβαδίτης-Ανθολόγιο

Ω, Θλίψη

Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου. Ποιος άγνωστος; Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.

Ω θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.


Ευχαριστώ

Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω; Ίσως όμως αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα να αντέξω το βάρος σου.

Θεέ μου, μ’ αυτήν την ευτελή πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.

Πως να σε σώσω...


Απλοί στίχοι

Ένα σπίτι για να γεννηθείς

ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις

ένας στίχος για να κρυφτείς

ένας κόσμος για να πεθάνεις


Τερέζα

Εκείνο το βράδυ γύρισα ανήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, έψαξα τα δωμάτια, κατέβηκα στο υπόγειο «που είναι η Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, είπε κάποιος – την κηδέψαμε χθες», «ηλίθιοι, φώναξα, σας ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι μεγάλη πουτάνα ήταν » κανείς δε μίλησε «μα πως μπορεί ένας άγγελος να πεθάνει » είπα κλαίγοντας.

Άνοιξα το παράθυρο και πράγματι εκεί στο βάθος τ’ ουρανού έλαμπε η Τερέζα σαν άστρο.




Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Προτείνετε τίτλο με σχόλιο...

Ξέρεις η ζήλεια έβγαζε κραυγές
και χόρευε μ' ένα χορό
στα χρονικά δοκιμασμένο.

Και οι κραυγές γίναν
συνθήματα κι αλλαλαγμοί
που συντροφεύανε τις λύπες
μα και τις χαρές μας.

Κι όταν η γλώσσα μας
μπήκε σε μια σειρά
και το μυαλό μας δούλευε με τάξη,
συνθήματα, κραυγές κι αλλαλαγμοί
σε μία νύχτα έγιναν
τραγούδια ωραία και λιγμοί.

Κι εκεί που έλεγες:
"Η ζήλεια είναι στον πολιτισμό
ένα κατακάθι",
ξάφνου στερνά την ένιωσες
σαν σε τραπέζι πλούσιο με ψάρια,
μες στο λαιμό σου που σε πνίγει
ένα αγκάθι.

Τα κοστούμια

Ψάχνοντας δυο δάκρυα
ζωή ζητώντας για να φτιάξω.
Είδα στο λιόγερμα
δυο μάτια πρότυπα δακρυσμένα.
Τα φύλλα πια δεν χόρευαν,
το σώμα μου στάθηκε εκεί δειλό και μονοιασμένο.
Με ένα πρόσταγμα που του 'λεγε
με μιας να υποκύψει.

Ψάχνοντας δυο σώματα
για να ταιριάξω όλη μου την ψυχή την διχασμένη.
Στάθηκα σε μια βιτρίνα
που δυο κοστούμια
με περίμεναν με περισσή λαχτάρα.

Τα χέρια μου με πιάσανε
και μου δειξαν τι 'ταν σωστό για να το κάνω.

Στα δυο, λοιπόν, με σκίσανε
βάζοντας το κάθε μάτι
στο χέρι που τ' αντιστοιχούσε
και στρώσανε κάθε ψυχή
μες στο κοστούμι που χωρούσε.

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Οι σχιζοφρενείς

Είναι λένε τρελοί, σχιζοφρενείς
με διαταραχές διπολικές
και παραισθήσεις.

Έχουνε λένε πολλά, προβλήματα
σωματικά και διανοητικά
στο όλο ψυχολογικά.

Είμαστε λένε υγιείς, σώφρονες
και επιρρεπείς στις λογικές
και τις αισθήσεις.

Έχουμε λένε πολλά, προβλήματα
πνευματικά και υλικά
στο όλο οικονομικά.

Είναι, λένε, τρελοί κι εμείς όλοι φυσιολογικοί.
Έχουνε, λένε, ανάγκη από ψυχιατρική
μ' όλη την άγνωστη φαρμακευτική.
Γίνονται, λένε, καλά΄
όντα ανύπαρκτα κενά
που ζουν ήσυχα και κοινωνικά
στην κοινωνία που εμείς
για νά 'μαστε όλοι υγιείς
ΒΑΠΤΙΖΟΥΜΕ σχιζοφρενείς.

ΟΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΩΝΗ

Πάμε να πιούμε άσχετε
σε μια γιορτή χαμένη,
κράτα τη ρόδα τράβαγε
κακό δε μας προσμένει.

Έλα να πιούμε σύντροφε
για μια ζωή χαμένη,
κάποιος τ' αστέρια ρώταγε:
"Πώς κάποιος ανασαίνει;"

Πάντα ζωή, παντού ψυχή
κι εγώ χωρίς εμένα.
Τα όνειρα έδεσα με σχοινί
και ξέφυγα με τρένα.

Τα όνειρα που γίνανε φωνή
κι ίσως να μας εκφράζουν.
Και τώρα εκεί στην ανοχή
κάθονται και σκουριάζουν.

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2008

1η Άφιξη

Καλημέρα,
Σε αυτή την ακατάλληλη ώρα δημιούργησα κι εγώ το δικό μου blogg.
Αυτή την στιγμή δεν έχω την όρεξη να γράψω κάτι εκτός από αυτό το καλωσόρισμα.

Όποιος/α επιθυμεί να γράψει είναι ευπρόσδεκτος/η.

Τα λέμε.