Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού
με το καράβι που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές·
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή, το δίκιο σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
Δώσ' μου τα χέρια σου,
δώσ' μου τα χέρια σου,
δώσ' μου τα χέρια σου.
Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.
Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο
βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό
που χτύπησε τη γης με πόδια λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια
του άλλου καιρού, γυμνά.
Μάτια προσηλωμένα προσηλωμένα,
σ' ένα σημάδι που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις·
η ψυχή που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.
Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες.
Γιώργος Σεφέρης
ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ
Α' ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ, Β' ΜΥΚΗΝΕΣ-αποσπάσματα,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου